γκαζομετρητής

γκαζομετρητής
ο
συσκευή η οποία καταμετρά την ποσότητα τού φωταερίου που ξοδεύεται από κάθε καταναλωτή, ρολόι τού γκαζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα ελλ. ξεν. Όρου (πρβλ. γαλλ. gazometre < gaz + -metre < μέτρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γκαζόμετρο — το 1. ο γκαζομετρητής 2. αεριοφυλάκιο, συσκευή για την εναποθήκευση φωταερίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”